- κατεπείγων
- κατεπείγωpress downpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεπείγων — ουσα, ον (AM κατεπείγων, ουσα, ον) βλ. κατεπείγω … Dictionary of Greek
находити — НАХО|ДИТИ (58), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Приходить, являться: Е˫а же [Соломониду] ничтоже не преклони... ни ѡгнь въздвиза˫асѧ. ни мч҃тль прѣтѧ. ни слугы находѧще. (κατεπείγων) ГБ XIV, 134б; || подниматься (о солнце): и ѿ находѧщаго сл҃нца огража˫а жженьѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… … Dictionary of Greek
κατεπείγει — απρόσ., υπάρχει βία, υπάρχει ανάγκη: Η αποστολή πυρομαχικών κατεπείγει. Εύχρηστη είναι επίσης η μτχ. ενεστώτα κατεπείγων, ουσα, ον: Στείλε το γράμμα κατεπείγον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)